Nacido en China, el poeta griego Nikos Kavvadías (1910 - 1975) pasó la mayor parte de su vida viajando por todo el mundo como marinero, y en eso se inspiraba para escribir sus versos y escapar de las convenciones y obligaciones de la vida cotidiana.
Su ha sido -y sigue siendo- cantada, y eso gracias al compositor y ex Ministro de Cultura Thanos Mikroutsikos.
El romanticismo predomina en su poesía, junto a las influencias que recibió de Ch. Baudelaire, uno de los poetas malditos de Francia.
Kavvadias fue un poeta del movimiento izquierdista y escribió versos dedicados a Che Guevara y a Federico García Lorca. En su poesía se distingue su visión directamente humana sobre los problemas -mayores y menores- de la vida.
KURO SIWOPrimer viaje, le tocó un flete al Sur,
penosas guardias, sueño precario y malaria.
Son tan extraños en la India los faros,
y no los ves, como se dice, a la primera.
Pasado el puente de Adán, al sur de China,
miles de sacos que cargaste llenos de soja.
Pero nunca has olvidado las palabras
que te dijeron en mala hora en Atenas.
El alquitrán entra en las uñas y las quema,
tus ropas, hace mucho que huelen a pescado,
y aún silban en tu cabeza sus palabras:
"¿Será la brújula que gira o el barco?"
Desde temprano viró el tiempo a peor.
Tu guardia ya has cumplido, pero estás triste.
Esta noche murieron mis dos pequeños loros
y el mono que había domado a duras penas.
Las paredes de acero... lo borran todo.
Nos ciñe el Kuro Siwo como una faja
y aún observas por encima del timón
cómo la brújula vacila entre sus cuartas.
KUROSIWO
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και µαλάρια.
Είναι παράξενα τις Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, µε το πρώτο.
Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάµ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγµή δεν ελησµόνησες τα λόγια
που σου 'πανε µιαν κούφιαν ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια µπαίνει το κατράµι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο µυρίζει,
κι ο λόγος της µες στο µυαλό σου να σφυρίζει,
"ο µπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"
Νωρίς µπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκαντζάρισες, µα σε κρατά λύπη µεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο µου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα µε κούραση γυµνάσει.
Η λαµαρίνα!... Η λαµαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα µια ζώνη
κ' εσύ κοιτάς ακόµη πάνω απ' το τιµόνι,
πως παίζει ο µπούσουλας καρτίνι µε καρτίνι.
FEDERICO GARCÍA LORCAEn un momento tu bolero agitaste
y tus enaguas también, color naranja oscuro.
Acaso fuera agosto, supongo, no lo sé,
cuando partían los caballeros a la cruzada
Banderas marchando en compañía del viento,
y las mortales galeras estaban por zarpar.
En el pezón materno temblaban los bebés
y el viejo perezoso asoleaba sus pelotas.
Al toro profundamente Picasso resoplaba
y en las colmenas se pudría entonces la miel.
En rumbo de través - zarpamos hacia el Norte.
Avante -no importa, estamos siguiéndote detrás.
Se alegraban las olivas bajo el sol,
brotaban en las huertas unas pequeñas cruces.
Los abrazos quedaban estériles de noche,
cuando te trajeron, gitano, en tu mantilla.
Gitano y señor mío, ¿con qué te adornaré?
Traed el manto púrpura, del moro el vestido.
En Cesarianí* detrás de un muro nos llevaron
y un montón de cadáveres hasta arriba se apiló.
Muchachas de Dístomo, traed agua y vinagre.
Y tú sobre la yegua, manos en cruz atadas
postrer viaje a Córdoba cabalga ya y vete
entre sus campos agrietados por el sol.
Barca en marisma al revés, delgada y sin quilla.
Arneses herrumbrándose en la gitana cueva.
Enjambre de cuervos volando en la arena sola
y siete perros que aúllan de noche en la aldea.
* Campo de ejecuciones durante la dictadura en Grecia.
FEDERICO GARCÍA LORCAΑνέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατρίχιαζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς Βορριά.
Τράβα μπροστά - ξοπίσω εμείς - και μη σε μέλει.
Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κ' ίσα εν' αντρίκιο ανάστημα ψήλωσαν σωρό.
Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξύδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
UN CUCHILLOAquí en mi cinturón siempre llevo ceñido
un puñal metálico, pequeño y africano
-como aquellos que llevan los árabes consigo-
que yo compré en Argelia a un viejo anticuario.
Como si fuera ayer, al vendedor recuerdo,
como pintura era él, de Goya un óleo viejo,
-de pie al lado de espadas está y rotas armaduras-
que con su ronca voz me dijo estas palabras:
"Este cuchillo aquí que tú quieres comprarte
está envuelto en historias extrañas y leyendas,
y todos saben que alguna vez los que el puñal tuvieron
con él muerte dieron, pues, a personas bien amadas.
Don Basilio mató con él a Doña Julia,
a la hermosa, su mujer, porque lo engañaba.
Y el conde Antonio una vez con este mismo cuchillo
a su hermano muerte dio, al pobre desgraciado.
Y un moro a su joven mujer por celos había matado
y a un nostramo de Grecia mató cierto italiano.
Mano tras mano ya llegó a parar él en mis manos.
Mucho he visto yo ocurrir pero eso me asusta.
Míralo, ven aquí. Tiene un ancla y escudo.
Tómalo, ligero es, no pesa más de un cuarto,
pero yo en tu lugar otra cosa compraría.
"Siete francos, no más. Llévalo, si lo quieres."
Siempre en mi cinturón llevo ceñida una daga
que por capricho decidí comprarla pa´ tenerla,
y como nunca odié a muerte en este mundo
temo volverla contra mí un día y matarme...
ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑπάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
- όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες -
που από ένα γέρο έμπορο τ' αγόρασα στ' Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
"Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν' αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν, πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μι' άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είν' αλαφρύ, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις."
- Πόσο έχει; - Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ' το.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που ιδιοτροπία μ' έκανε και το 'κανα δικό μου
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...